- υβριστής
- ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, -ίστιδος, Α [ὑβρίζω]νεοελλ.πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημοςμσν.-αρχ.θρασύς, αναιδής ή βίαιοςαρχ.1. ακόλαστος, ασελγής2. (για ζώο) ατίθασος3. (για φυσικά φαινόμενα) σφοδρός4. σαρκαστικός, δηκτικός5. το θηλ. (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.
Dictionary of Greek. 2013.